Τετάρτη 20 Ιουλίου 2022

Να αναβιώσουμε τον ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟ ΕΛΛΗΝΙΣΜΟ!


 

Ανοικτή επιστολή 

προς τον Έλληνα του Οικουμενικού Ελληνισμού

του καθηγητή ΗΛΙΑ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗ

Χίος, 17 Ιουλίου 2022

Αγαπητέ Έλληνα συμπατριώτη,

Επικρατεί η αντίληψη, ότι η ιστορική εξέλιξη του Ελληνισμού επιβαρύνεται από μία μεγάλη καθυστέρηση, επειδή λόγω της Τουρκοκρατίας δεν βιώσαμε ούτε την Αναγέννηση ούτε τον Διαφωτισμό.

1.  Η συμβολή του Βυζαντίου στην Ιταλική Αναγέννηση

Πίσω από αυτή την εσφαλμένη αντίληψη της πνευματικής ξηρασίας του ελληνικού χώρου υποκρύπτεται η απαξίωση της Δύσεως απέναντι στο Βυζάντιο και η απόκρυψη του γεγονότος, ότι η Αναγέννηση ξεκίνησε από το Βυζάντιο, το οποίο διέθετε τρία μοναδικά πλεονεκτήματα λόγω:

α. της αδιαλείπτου χρήσεως της ελληνικής γλώσσας. Το πρώτο βήμα της Αναγεννήσεως, παρά το Σχίσμα μεταξύ της Καθολικής εκκλησίας και της Ορθοδοξίας με το ανάθεμα του Πάπα το 1054, ήταν η ευρεία πρόσκληση Ελλήνων μοναχών και διδασκάλων από τοπικούς ηγεμόνες της Ιταλίας και τους πρυτάνεις πανεπιστημίων όχι μόνο στην Ιταλία αλλά και την κεντρική Ευρώπη, για την διδασκαλία της ελληνικής γλώσσας.

β. τα χειρόγραφα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας βρίσκονταν όλα στην επικράτεια του Βυζαντίου και στα ελληνικά μοναστήρια της Κάτω Ιταλίας και 

γ. στο Βυζάντιο, όσο καταλάγιαζε η σύγκρουση ανάμεσα στον Χριστιανισμό και την Πολυθεϊα, τόσο αύξανε το ενδιαφέρον για την αρχαία ελληνική γραμματεία. Στην πραγματικότητα δεν έπαυσε ποτέ, απλώς υπέφωσκε. Δεν βρήκαμε τα αρχαία κείμενα σε ανασκαφές αλλά από αντιγραφές από γενιά σε γενιά. Τα μεγάλα βυζαντινά μοναστήρια διέθεταν αντιγραφεία (Scriptoria), όπου μορφωμένοι μοναχοί ησχολούντο καθημερινά με την αντιγραφή αρχαίων κωδίκων, είτε διότι είχαν φθαρεί είτε κατά παραγγελία από άλλα μοναστήρια και από αξιωματούχους, πλουσίους, επισκόπους και λογίους, οι οποίοι ενδιαφέρονταν να εμπλουτίσουν την ιδιωτική τους βιβλιοθήκη και τις γνώσεις τους.

Δυστυχώς η παρακμή του Βυζαντίου μετά την συντριβή στην μάχη του Ματζικέρτ (1071) από τους Σελτζούκους Τούρκους και τις Σταυροφορίες (η Α’ το 1095) με αποκορύφωμα την Δ’ (1201-1204), η οποία κατέληξε στην κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως και την διάλυση της Βυζαντινής αυτοκρατορίας, μετατόπισε το κέντρο βάρους της Αναγεννήσεως από τον ελληνικό χώρο στην Ιταλία. Η τελευταία αναλαμπή αναγεννήσεως στον χώρο του Βυζαντίου ήταν το Δεσποτάτο του Μυστρά (1348-1460), όπου έζησε ο τελευταίος μεγάλος φιλόσοφος του παλαιού Ελληνισμού, ο Γεώργιος Γεμιστός- Πλήθων (1355-1452). Ο Γεμιστός αναδείχθηκε σε μία από τις κορυφαίες προσωπικότητες της βυζαντινής και της ιταλικής αναγεννήσεως. Κατά την διάρκεια της Συνόδου της Φλωρεντίας (1438-1439) έπεισε τον ηγεμόνα Κόζιμο των Μεδίκων να προσλάβει Έλληνες και Ιταλούς λογίους και να ιδρύσει την νέα Πλατωνική Ακαδημία (Accademia Platonica), η οποία ανέλαβε το μεγάλο έργο να μεταφράσει όλα τα έργα του Πλάτωνα και του Πλωτίνου στα Λατινικά. Υπήρξε ο πρωτοπόρος της αναβιώσεως του Πλατωνισμού στην Δυτική Ευρώπη. Ο Γεμιστός επιβεβαίωσε την συνέχεια του Ελληνισμού με την περίφημη φράση του: «Έλληνες εσμέν το γένος, ως τε η φωνή [γλώσσα] και η πάτριος παιδεία μαρτυρεί».

Ο Βησσαρίων ο Τραπεζούντιος (1403-1472) υπήρξε μαθητής του Γεμιστού και κληρικός της Ορθοδόξου εκκλησίας. Τάχθηκε υπέρ της ενώσεως των Εκκλησιών και αγωνίσθηκε σε όλη του την ζωή για την οργάνωση μιάς δυτικής σταυροφορίας για την σωτηρία του Βυζαντίου και μετά το 1453 για την απελευθέρωση του από τους Τούρκους. Καταφεύγοντας στην Δύση πήρε μαζί του την τεράστια βιβλιοθήκη του, αποτελούμενη από 1.000 περίπου ελληνικούς και λατινικούς κώδικες, οι οποίοι απετέλεσαν τον πυρήνα της Μαρκιανής βιβλιοθήκης της Βενετίας. Στην δωρεά του όρισε να είναι τα βιβλία στην διάθεση των Ελλήνων, για να μη ξεχνούν, ποιες είναι οι ρίζες τους, τώρα που δεν έχουν πατρίδα.                                 

Ο Βησσαρίων υπήρξε υπόδειγμα προσωπικότητας της Αναγεννήσεως. Έστελνε ερευνητές στα μοναστήρια της Ελλάδας, Μικρασίας και Κάτω Ιταλίας για την αγορά χειρογράφων, προλαμβάνοντας έτσι τις καταστροφές από τους Τούρκους αλλά και την αμάθεια των μοναχών, η οποία με τα χρόνια βεβαίως αύξανε. Κώδικες επίσης έφερναν στην Δύση και οι πρόσφυγες από την Ελλάδα, γνωρίζοντας την αγοραστική τους αξία. Αναδείχθηκε σε καρδινάλιο της Ρωμαιοκαθολικής εκκλησίας και λόγω της μορφώσεώς θα καταλάμβανε και τον Παπικό θρόνο, εάν δεν τον εμπόδιζε η αντιζηλία των Ιταλών καρδιναλίων. Αξιοποιώντας την οικονομική του άνεση, είχε μετατρέψει την βίλλα του στην Ρώμη σε σπουδαστήριο, όπου δεκάδες Έλληνες αντέγραφαν και μελετούσαν ελληνικά χειρόγραφα. Εξάλλου δεν πρέπει να ξεχνάμε, ότι υπήρχε τότε στην Ευρώπη μεγάλη αγοραστική ζήτηση. Αυτό το κωδικογραφικό εργαστήρι εξελίχθηκε σε κέντρο μελέτης και σχολιασμού της αρχαίας ελληνικής γραμματείας, όπου εσύχναζαν όλοι οι διάσημοι φιλόλογοι της εποχής, Έλληνες και Ιταλοί.

2.  Αναγέννηση και Διαφωτισμός στην Ελλάδα

Οι βασικές μας θέσεις για το αν υπάρχει σχέση μεταξύ Ελληνισμού και Αναγεννήσεως γενικώς είναι οι εξής:  

α. η πνευματική δυναμική του Βυζαντίου και γενικότερα η δύναμη δημιουργικότητας του Διαχρονικού Ελληνισμού δεν ακτινοβόλησε μόνο προς τα έξω αλλά και μέσα στον Ελληνισμό. Παράλληλα δηλαδή με την μεγάλη ευρωπαϊκή Αναγέννηση, η οποία ξεκίνησε από το Βυζάντιο, ξεκίνησε, από την ίδια πάλι πηγή, μία άλλη Αναγέννηση, καθαρά ελληνική αυτή την φορά. Στην πραγματικότητα ο Νέος Ελληνισμός γεννήθηκε μέσα από δύο αναγεννήσεις. Θα πρέπει να τις αριθμούμε συνειδητά.

β. ως Πρώτη Ελληνική Αναγέννηση θα πρέπει να θεωρηθεί η νομιμοποίηση του όρου «Έλλην» και «Έλληνες» από τις ηγεσίες των τριών ελληνικών κρατών, που διαδέχθηκαν την Βυζαντινή αυτοκρατορία, μετά την κατάληψη της Κωνσταντινουπόλεως από τους Σταυροφόρους το 1204. Αυτά ήταν η Αυτοκρατορία της Νικαίας, η Αυτοκρατορία της Τραπεζούντος και το Πριγκιπάτο της Ηπείρου. Το μίσος των Σταυροφόρων και του Βατικανού κατά της Ορθοδοξίας και του Βυζαντίου και γενικώς κατά των «Graecorum» ανάγκασε τις αυτοκρατορικές ηγεσίες των  Βυζαντινών να απορρίψουν το στοιχείο της ρωμαϊκότητά τους και να συμφιλιώσουν την Ορθοδοξία με τον Ελληνισμό. Ο ιστορικός Νίκος Σβορώνος προσδιόρισε την γέννηση του Νέου Ελληνισμού στο γεγονός της συμπιέσεως του Ελληνισμού μεταξύ δύο κατακτητικών δυνάμεων: της ρωμαιοκαθολικής Δύσεως και των Οθωμανών από τον 11ο μέχρι τον 15ο αιώνα.

γ. ως Δεύτερη Ελληνική Αναγέννηση θα πρέπει να θεωρηθεί η διαμόρφωση της κοινωνικής οργανώσεως του Ελληνισμού σε κοινότητες, τόσο στο εσωτερικό όσο και το εξωτερικό από τον 17ο μέχρι τον 19ο αιώνα. Η αναβίωση της διαχρονικής παραδόσεως του ελληνικού κοινοτισμού έσωσε κυριολεκτικά τον Ελληνισμό, διότι τον συσπείρωσε, του έδωσε την δυνατότητα να οργανωθεί κοινωνικά και οικονομικά, να κτίσει γεφύρια, να κατασκευάσει βρύσες και νερόμυλους, να οργανώσει συνεταιρισμούς και να αναπαράγει τον πολιτισμό του με την συντήρηση και το κτίσιμο εκκλησιών και την λειτουργία σχολείων κρυφών και φανερών. Πρόκειται για ένα παγκόσμιο φαινόμενο αυτονόμου οργανώσεως ενός λαού κάτω από την εξουσία ενός δυνάστη, ο οποίος κυριαρχούσε με την βία και εστερείτο παντελώς οποιουδήποτε αναπτυξιακού σχεδιασμού. Η οικονομική συνεργασία, η παιδεία και ο ευεργετισμός αποτελούσαν γόνιμες γέφυρες συνεργασίας ανάμεσα στις κοινότητες του εξωτερικού και του εσωτερικού. Από τα τέλη του 18ου αιώνα οι Έλληνες ήλεγχαν το 95% του εισαγωγικού και εξαγωγικού εμπορίου της Οθωμανικής αυτοκρατορίας. 

Ένα ιδιαίτερο θαύμα ήταν η αναβίωση της ελληνικής Ναυτοσύνης και η δημιουργία πολλών ναυτοτόπων με πρωτοπόρα τρία ξερονήσια:  Ύδρα, Σπέτσες και Ψαρά.

Στις αρχές του 19ου αιώνα οι ξένοι περιηγητές εντυπωσιάζονταν από την φιλομάθεια των Ελλήνων και την έκρηξη ιδρύσεως σχολείων. Ο πλέον αυστηρός ιστορικός της Ελληνικής Επαναστάσεως, ο βρετανός George Finlay, γράφει κάτι που ουδείς Έλληνας από τότε τόλμησε να επαναλάβει, ότι τότε (1820) εύρισκες πιο πολλούς εγγράμματους απλούς ανθρώπους στην Ελλάδα από ότι στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες!!

Εξάλλου η ελληνική γλώσσα τον 18ο αιώνα και μέχρι τα μέσα του 19ου ήταν η κυρίαρχη διεθνής γλώσσα (lingua franca) στην Aν. Μεσόγειο, τα Βαλκάνια, τον Εύξεινο Πόντο και την Νοτ. Ρωσία.

Μέσα σε αυτό το γενικότερο πλαίσιο πνευματικής αναγεννήσεως διαμορφώθηκε ο Ελληνικός Διαφωτισμός, ο οποίος, όπως απέδειξε ο καθηγητής Π. Κιτρομηλίδης, διαφέρει από τον Δυτικό, κατά το ότι οι περισσότεροι εκπρόσωποί του ήταν Κληρικοί.

3.   Το πρότυπο του Οικουμενικού Έλληνα.

Σήμερα μιλάμε για την ανάγκη εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας. Όμως ξεχνάμε, ότι η τελευταία Αναγέννηση του Ελληνισμού στηρίχθηκε στην οικουμενικότητα του Ελληνισμού.

Ο  Αθηναίος φιλόσοφος Αντισθένης είπε το περίφημο «Αρχή σοφίας ονομάτων επίσκεψις». Από κοινωνιολογικής και ιστορικής απόψεως η Ελληνική οικουμενικότητα αποτελεί μία ευρύτερη έννοια. Τα στοιχεία της είναι η ανθρωπολογική της πληρότητα και η ιστορική της παράδοση με τις διαχρονικές της αξίες.

 Η βάση της οικουμενικότητας είναι ο άνθρωπος, ο οικουμενικός άνθρωπος. Η εξωστρέφεια είναι ένα από τα μέσα και όχι ο σκοπός. Η εξωστρέφεια είναι το αποτέλεσμα, ενώ ως αιτία έχει περιορισμένα αποτελέσματα και δεν μπορεί να απογειώσει αναπτυξιακά και κοινωνικά έναν λαό. Η οικουμενικότητα προϋποθέτει την ανθρώπινη ποιότητα σε συνδυασμό με την αξιοκρατία, την παιδεία και τον κοινωνικό πολιτισμό ενός λαού.

Ο κοινωνικός πολιτισμός συγκροτείται από τα κοινωνικά πρότυπα και την κοινωνική πρωτοβουλία. Στην πατρίδα μας μιλάμε μόνο για κρατική και ιδιωτική πρωτοβουλία, η κοινωνική πρωτοβουλία είναι ατροφική μέχρι και άγνωστη. Γιαυτό και οι Έλληνες έχουμε μεγάλο έλλειμμα κοινωνικής υπευθυνότητας. Το κενό αυτό εκμεταλλεύεται ο κομματισμός, που θέλει έναν λαό μόνο στον ρόλο του φορολογούμενου και του ψηφοφόρου. Όμως η Δεύτερη Ελληνική Αναγέννηση κάτω από τις δυσμενείς συνθήκες της Τουρκοκρατίας θαυματούργησε, διότι στηρίχθηκε ΑΠΟΚΛΕΙΣΤΙΚΑ στην κοινωνική πρωτοβουλία.

Το συμπέρασμα είναι ότι οι βασικές προϋποθέσεις για μία Τρίτη Ελληνική Αναγέννηση, αυτή που δεν μπόρεσαν να ολοκληρώσουν ο Ι. ΚΑΠΟΔΙΣΤΡΙΑΣ, ο Χ.ΤΡΙΚΟΥΠΗΣ και ο Ε. ΒΕΝΙΖΕΛΟΣ, είναι:

 α. η αναβίωση του ΟΙΚΟΥΜΕΝΙΚΟΥ ΕΛΛΗΝΑ ως προτύπου, ως συλλογικής βουλήσεως και ως συλλογικού οράματος

β. ο διαχωρισμός της κοινωνικής ευθύνης και πρωτοβουλίας από την έννοια της εξουσίας και

γ. ο αξιακός συνδυασμός του πατριωτισμού, του ήθους, ατομικού και κοινωνικού, της δημιουργικότητας και της συνεργασίας.

 Ο ΗΛΙΑΣ ΦΙΛΙΠΠΙΔΗΣ είναι συγγραφέας και έχει διατελέσει πανεπιστημιακός καθηγητής κοινωνιολογίας και νομικός. Εργάζεται για την καθιέρωση της ΕΛΛΗΝΟΛΟΓΙΑΣ ως της μακροκοινωνιολογίας του Διαχρονικού Ελληνισμού από την μυθολογία μέχρι και το μέλλον.

 

 

 

 

 

 

 

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου