Όταν λείπει ο θυμός, έρχεται η οργή.
Του Ηλία Φιλιππίδη
1. Η σύγκρουση των δύο κόσμων
Τόσο η κορύφωση του προεκλογικού αγώνα
όσο και το αποτέλεσμα των εκλογών στις ΗΠΑ προκάλεσαν συνωστισμό
αναλυτών, ακαδημαϊκών και πολιτικών στα τηλεοπτικά παράθυρα. Όσον αφορά τα
προγνωστικά, οι αμερικανικές δημοσκοπήσεις μιλούσαν για έναν δραματικά
αμφίρροπο αγώνα στήθος με στήθος και ότι η όποια διαφορά θα είναι στα όρια του
στατιστικού λάθους.
Η κρατική ελλαδική Τηλεόραση και οι περισσότεροι Τ/Σταθμοί μιλούσαν για
μία επική αναμέτρηση μεταξύ αφενός του λαϊκισμού, της τοξικότητας και του
κινδύνου εκτροπών και αφετέρου της θεσμικότητας, της δημοκρατίας, των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων ακόμη και των
προσδοκιών της διεθνούς κοινότητας.
Φυσικά και δεν μπορώ να πω, ότι παρακολούθησα μεγάλο αριθμό αναλύσεων
αλλά από κοινωνιολογικής απόψεως μου έκανε μεγάλη εντύπωση η ανάλυση του παλαίμαχου
πολιτικού επιστήμονα και αναλυτή Γιώργου Σεφερτζή.
Ο Γ. Σεφερτζής προσκλήθηκε νωρίς το πρωί της 6/11 στην εκπομπή
«Συνδέσεις» της Ertnews και όταν ακόμα τα συνολικά αποτελέσματα δεν είχαν συγκεντρωθεί, να ερμηνεύσει
το γεγονός της ανατροπής της πρώτης εικόνας των έξιτ πολ και της ισχυρότερης
πιθανότητας να νικήσει τελικά ο Τραμπ.
Γ. Σεφερτζής: «Πηγαίνουμε σε μία σαρωτική νίκη του Τραμπ. Η δική μου
ερμηνεία είναι, ότι έχουμε να κάνουμε με νέου είδους φαινόμενα, τα οποία όμως
ωριμάζουν εδώ και πάρα πολύ καιρό. Κάνουμε, ότι δεν τα βλέπουμε ή έχουμε μία
δυσκολία να τα καταλάβουμε. Εδώ υπάρχουν δύο κυρίως παράγοντες, οι οποίοι
βάρυναν στην πλάστιγγα της αντιπαραθέσεως. Ο ένας είναι η εικόνα του πολιτικού
ηγέτη, που πείθει, ότι ξέρει τι θέλει… Ο άλλος είναι η διαχείριση των
συναισθημάτων, τα οποία συνδέονται με τα μεγάλα θέματα της κοινής γνώμης. Ο
ορθολογισμός με τον οποίο σχεδιάζονταν μέχρι τώρα οι προεκλογικές εκστρατείες ή
διατυπώνονταν μέχρι τώρα οι πολιτικές θέσεις δεν περνάει πια…Ο Τραμπ, αφού
καταδικάστηκε και εξορίστηκε πολιτικά, επανέκαμψε ως αυτός που έχει συγκρουσθεί
με το σύστημα, με το κατεστημένο. Αυτό κάτι λέει».
Δεν μπόρεσα να βρω σε βίντεο την συνέχεια της συνεντεύξεως, οπότε
αναφέρομαι στα συμπεράσματά της από μνήμης. Το βασικό συμπέρασμά του ήταν, ότι
έχουμε να κάνουμε με ένα νέο είδος αντιπαραθέσεως, στην πολιτική, αυτή την φορά
ανάμεσα στην συναίνεση και την σύγκρουση. Ο Τραμπ αποτελεί μία έντονη έκφραση
του παράγοντα της συγκρούσεως. Αποδεικνύεται τελικά, ότι οι ψηφοφόροι επιλέγουν
την σύγκρουση. Αυτό σημαίνει, ότι υπερτερεί η οργή κατά του συστήματος. Ο μέσος
πολίτης έχει καταλάβει, ότι τα προβλήματά του δεν είναι αναπόφευκτα αλλά
οφείλονται στην αδιαφορία των ανθρώπων της εξουσίας και στις επιλογές που
κάνουν οι ίδιοι, χωρίς να υπολογίζουν τους πολίτες.
Στο σημείο αυτό μπορούμε να προσθέσουμε ως παράδειγμα τον πόλεμο στην Ουκρανία.
Με χρήματα των Αμερικανών φορολογούμενων, ακόμη και όσον έχουν χαμηλό εισόδημα,
πλουτίζουν οι μέτοχοι των πολεμικών βιομηχανιών και αποστέλλονται πακέτα
βοήθειας στην Ουκρανία για ένα πόλεμο που δεν έχει τέλος και δεν πείθει, ότι είναι
αναπόφευκτος.
Ας συγκεντρώσουμε λοιπόν τα γενικά κοινωνιολογικά συμπέρασμά που μπορούμε
να βγάλουμε με αφορμή το τελικό αποτέλεσμα των Αμερικανικών εκλογών.
Α. η έννοια της συναινέσεως είναι μία τριώροφη έννοια.
Η βάση της είναι η κοινωνική συναίνεση, πάνω σε αυτήν στηρίζεται η θεσμική συναίνεση και πάνω και στις δύο στηρίζεται η πολιτική συναίνεση.
Η ύπαρξη λαϊκή οργής υποδηλώνει, ότι δεν υπάρχει κοινωνική συναίνεση, αντιθέτως υπάρχει κοινωνικό ρήγμα. Οι Αμερικανοί δεν ενοχλούνται από το γεγονός, ότι η κοινωνία τους είναι αρθρωμένη ως κλιμακωτή εισοδηματική ή αν θέλετε και ταξική πυραμίδα. Το θεωρούν ως απόδειξη του αμερικανικού μεγαλείου. Δεν υπάρχει οργή, όταν ο μέσος Αμερικανός πληρώνεται καλά, έχει το αυτοκίνητό του, έχει το σπίτι του ή έχει την δυνατότητα να πληρώνει άνετα το νοίκι. Η πατρίδα του είναι πάνω από το εισόδημά του. Πιστεύει, ότι έτσι πρέπει να είναι η κάθε κοινωνία, ότι αυτή είναι η πατρίδα του, την οποία υπεραγαπά, διότι την αγαπά και ο Θεός!
Δεν ενδιαφέρονται όλοι οι Αμερικανοί να γίνουν πλούσιοι. Σήμερα το πρόβλημα για τον μέσο Αμερικανό δεν είναι η μεγάλη κοινωνική απόκλιση αλλά το πρόβλημα που ο ίδιος βιώνει και είναι η αισθητή μείωση του προσωπικού του εισοδήματος, η ακρίβεια, το κλείσιμο των εργοστασίων, η εγκατάλειψη των υποδομών και γενικά η θλιμμένη εικόνα που δίνουν πολλές πόλεις και κωμοπόλεις.
Γι΄αυτό δείχνει μεγάλη άγνοια της αμερικανικής πραγματικότητας η απορία των Ευρωπαίων, πώς είναι δυνατόν, να είναι δημοφιλής στα κατώτερα κοινωνικά στρώματα, στην νεολαία, ακόμη και σε Αφρο-αμερικανούς και Ισπανόφωνους ένας πλούσιος, όπως ο Τραμπ, ο οποίος επιπροσθέτως διάγει έναν επιδεικτικό και απρεπή ιδιωτικό βίο.
Η οργή του μέσου Αμερικανού προέρχεται από την βεβαιότητά του, ότι η
εξουσία δεν του φέρεται με ειλικρίνεια, ότι στην πραγματικότητα τον περιφρονεί.
Σκεφθείτε την αντίφαση στην ψυχολογία του μέσου Αμερικανού:
Από την μία να έχει διαποτισθεί με την αντίληψη, ότι ο Θεός ευλόγησε την ίδρυση της χώρας του, για να γίνει η νέα Γη της Επαγγελίας, όπου ρέει το γάλα και το μέλι, να ξέρει, ότι για έναν αιώνα η χώρα του θεωρείται η ισχυρότερη χώρα στον κόσμο, ότι αποτελεί πρότυπο για όλον τον κόσμο και ότι είναι όνειρο ζωής για εκατομμύρια ανθρώπων, να μπορούσαν να μεταναστεύσουν σ’ αυτήν. Τέλος πρέπει να προσθέσουμε, ότι δεν τον ενοχλεί το γεγονός, ότι άλλα εκατοντάδες εκατομμύριων ανθρώπων μισούν την χώρα του. Θεωρεί, ότι αυτό είναι το τίμημα της δυνάμεως και της ανωτερότητάς της.
Από την άλλη όμως υπάρχουν λίγες χιλιάδες ανθρώπων, που ζουν στην χώρα του, που
είναι συμπατριώτες του, που τους ξέρει με το όνομά τους και είναι αυτοί που του
στερούν το δικαίωμα να είναι υπερήφανος για την χώρα του. Δεν είναι οι
πλούσιοι, είναι αυτοί που τους ψηφίζει, είναι οι πολιτικοί του. Δύο είναι τρεις
είναι οι αξιακοί πυλώνες, πάνω στους οποίους στηρίχθηκε το αμερικανικό θαύμα: η
ειλικρίνεια, η αξιοκρατία και η φιλοπατρία. Σήμερα ο πολιτικός χώρος της πατρίδας
του δεν τον πείθει, ότι λειτουργεί με βάση αυτούς τους κανόνες.
Το φαινόμενο Τραμπ είναι η καλύτερη απόδειξη, ότι η αμερικανική κοινωνία
έχει χωρισθεί σε δύο κομμάτια, όχι μεταξύ Ρεπουμπλικανών και Δημοκρατικών, όχι
μεταξύ πλουσίων και πτωχών ούτε μεταξύ Λευκών και Εγχρώμων αλλά μεταξύ της
κανονικότητας και της πραγματικότητας.
Από την μία είναι ο κόσμος της κανονικότητας. Είναι αυτοί που έχουν βάλει τον αυτόματο πιλότο, διότι πιστεύουν, ότι η διαδρομή είναι δεδομένη και χωρίς αναταράξεις. Επικαλούνται αυτά που έχουν πετύχει οι λαοί, «όλοι μαζί» και μέχρι τώρα. Είναι οι δοκιμασμένοι θεσμοί, που πρέπει όλοι να σεβόμαστε, είναι οι κανόνες με τους οποίους κινείται το μεγαλύτερο επίτευγμα του Δυτικού κόσμου, η δυναμική και παμφάγα ελεύθερη αγορά. Οι Αγγλοσάξονες πρώτα πιστεύουν στον Δαρβίνο και μετά στην Βίβλο. Μη τους πιστεύετε, που δεν το παραδέχονται, το κρύβουν και από τον ίδιο τους τον εαυτό. Θεωρούν, ότι η ελεύθερη αγορά είναι η αποκορύφωση της εξελικτικής πορείας της ανθρωπότητας και λειτουργεί με βάση τους κανόνες της φυσικής πραγματικότητας, άρα και της επιστήμης. Όποιος δέχεται την θεωρία του Δαρβίνου περί Φυσικής επιλογής, πρέπει να συμφωνεί, ότι η κατάρρευση του Υπαρκτού Σοσιαλισμού αποδεικνύει την φυσική ανωτερότητα και την ορθότητα του Καπιταλισμού. Η δύναμή του είναι η δύναμη της φύσεως μέσα του. Η ίδια αυτή δύναμη εξηγεί και τον ρατσισμό, την αποικιοκρατία και τον ιμπεριαλισμό. Αυτός είναι ο ορθολογισμός της κανονικότητας. Οι γκρινιάρηδες, οι «Μιζεράμπιλες», όπως τους ονόμασε στην Ελλάδα ο Στάθης Καλύβας, είναι αυτοί που έχουν πρόβλημα οι ίδιοι, δεν μπορούν να προσαρμοσθούν, δεν μπορούν να δουν την «Μεγάλη εικόνα» ή απλώς είναι ανίκανοι και απέτυχαν.
Είναι
αυτοί που θέλουν να βλέπουν το ποτήρι μισο-άδειο, ενώ αυτό μπορεί να είναι
μισογεμάτο. Το πρόβλημα τελικά δεν είναι κοινωνικό αλλά ψυχολογικό. Αυτό το
πνεύμα αποδίδει η ερμηνεία του αποτελέσματος από την New York Times, την εγκυρότερη εφημερίδα του αμερικανικού
κατεστημένου: «Νίκησε ο φόβος και η οικονομική ανασφάλεια, καθώς
οι ψηφοφόροι παρέβλεψαν τα σκάνδαλα του Τραμπ. Η νίκη Τραμπ ανοίγει μια νέα
εποχή αβεβαιότητας για το έθνος»(LifO 6-11-24). Στο ίδιο πνεύμα το στρατόπεδο της Κάμαλα
υποστηρίζει, ότι στο πρόσωπό της έχασε η ελπίδα.
Ο
αρθρογράφος των ΝΥΤ μας υπενθύμισε τον συγκρουσιακό χαρακτήρα του πολιτικού
κλίματος στις ΗΠΑ γράφοντας: «Ο Τραμπ επιστρέφει μαχόμενος στην εξουσία»,
θυμίζοντας, ότι ο Τραμπ μετά την σκηνή του πυροβολισμού εναντίον του,
χρησιμοποίησε το ρήμα fight (μάχομαι), το οποίο έκτοτε έγινε σύνθημα των
φανατικών οπαδών του.
Όμως η
πραγματικότητα είναι πιο ισχυρή από τις υστερόβουλες ιδεοληψίες και την
προπαγάνδα των προνομιούχων. Το κατεστημένο είναι το ενιαίο σύστημα των κέντρων
αποφάσεων και της ισχύος που κυβερνά ερήμην του λαού. Αυτό το σύστημα διευρύνει
συνεχώς την απόσταση μεταξύ πλουσίων και πτωχών. Έχει καταλύσει το «μαζί». Όχι
μόνο αυτό αλλά επιπροσθέτως επενδύει συνειδητά και ιδεολογικά στον
κατακερματισμό της κοινωνίας. Υποστηρίζει την δημιουργία επιμέρους
συλλογικοτήτων με πρωτοπορία την κοινότητα ΛΟΑΤΚΙ+. Δεν υπάρχουν πλέον έθνη
ούτε καν οικογένειες. Έτσι μεταφέρουν τις κοινωνικές αντιπαραθέσεις από το
πεδίο της οικονομίας στο πεδίο της κοινωνίας των «στερεοτύπων». Το κάθε άτομο μπορεί
να αισθάνεται, ότι βρίσκεται στην πρώτη γραμμή του μετώπου, αρκεί να «θέλει» κάτι.
Δεν υπάρχουν εχθροί πλέον στο παρόν. Το κίνημα του δικαιωματισμού ενώνει όλους
τους ανθρώπους που θέλουν να είναι ο εαυτός τους, να ζουν στο παρόν και να
βλέπουν μόνο στο μέλλον. Ο μεγάλος εχθρός όλων μας είναι το παρελθόν και αυτοί
που το επικαλούνται.
Μέσα σε αυτό
το πλαίσιο το φαινόμενο Τραμπ σηματοδοτεί μία μεγάλη ιδεολογική πρωτίστως επανάσταση
στην κορυφή του Δυτικού κόσμου. Ο Τραμπ εξωμότης του καπιταλισμού; Προς Θεού! Απλώς,
ως έξυπνος επιχειρηματίας και ως άνθρωπος με έντονο ψυχισμό, αντελήφθηκε, ότι η
παγκοσμιοποίηση εξελίχθηκε σε μπούμερανγκ εις βάρος των συμφερόντων των ΗΠΑ και
ότι αποτελεί έναν πολύ πιο επικίνδυνο εχθρό από την Ρωσία. Επομένως ο
καπιταλισμός δεν μπορεί ή καλύτερα δεν επιτρέπεται να εξελίσσεται ως ρευστή
κατάσταση. Πρέπει να δεξαμενοποιείται. Άρα μπορούμε να τον διακρίνουμε σε διεθνοποιημένο
και σε εθνικό καπιταλισμό. Ο διεθνοποιημένος είχε καταφέρει κάτι που κανένα
κομμουνιστικό κόμμα δεν θα μπορούσε να είχε πετύχει: να διασπάσει την
αμερικανική κοινωνία. Γι΄αυτό λοιπόν «America first»!
Β. Άθυμη
και ένθυμη πολιτική.
Ο Γ.
Σεφερτζής έκανε και μία δεύτερη σημαντική παρατήρηση, ότι ο Τραμπ διαχειρίσθηκε
με επιτυχία «τα συναισθήματα που προκαλούν τα μεγάλα θέματα που απασχολούν την
κοινή γνώμη». Στο σημείο αυτό ο Γ. Σεφερλής, επηρεασμένος προφανώς από το
λεξικό της Πολιτικής ορθότητας χρησιμοποίησε τον όρο «κοινή γνώμη», αντί του
παραδοσιακού όρου «λαός». Μία κατακερματισμένη κοινωνία δεν αποτελεί λαό, δεν εκφράζεται
συλλογικά αλλά μόνο στατιστικά και εκλογικά. Η ιδεολογία της κανονικότητας διακρίνει
μεταξύ ορθολογισμού και ανορθολογισμού. Στην βάση του πρώτου τοποθετεί τον
ατομισμό και τον συμπληρώνει με την προσαρμοστικότητα στους κανόνες της αγοράς. Στον ανορθολογισμό εντάσσει τον συναισθηματισμό,
τον λαϊκισμό και κάθε αντίληψη, ότι στην οικονομική δραστηριότητα μπορεί να
τίθενται όρια από την ηθική ή την κοινωνική συλλογικότητα. Με αυτόν τον τρόπο η
πολιτική μετατρέπεται σε μηχανιστική σκέψη και λογιστική πρακτική. Υπάρχει
πλήρης διαχωρισμός μεταξύ εξουσίας και κοινωνίας.
Στο σημείο
αυτό πρέπει να θυμηθούμε το εντυπωσιακό βιβλίο του Αμερικανού πολιτικού
επιστήμονα Φράνσις Φουκουγιάμα «Το τέλος της ιστορίας» (1992), όπου
υποστηρίζει, ότι η δύναμη της δημοκρατίας δεν είναι η ισχύς του κράτους αλλά η
πολιτική της απήχηση στον λαό. Τοποθετεί μάλιστα αυτή την απήχηση πέρα από την
λογιστική σκέψη και τον συναισθηματισμό, σε μία τρίτη κατηγορία, επικαλούμενος
τους πλέον ειδικούς για αυτά τα θέματα, τους αρχαίους Έλληνες και συγκεκριμένα
τον Πλάτωνα. Ο Πλάτων διακρίνει τα τρία στοιχεία της ψυχής ως το λογιστικόν
(λογική), το επιθυμητικόν (βούληση) και το θυμοειδές. (Πολιτεία,
Δ, 440). Με βάση το κείμενο του Πλάτωνα και την ανάλυση του που ξεκίνησε ο
Χέγκελ, ο Φουκουγιάμα καταλήγει στο συμπέρασμα, ότι οι αρχαίοι Έλληνες ως πολίτες
δεν έκαναν διάκριση μεταξύ συλλογικών συναισθημάτων, ευθύνης και πολιτικής. Θυμός σημαίνει βιωματική
συμμετοχή με εγρήγορση. Βλέπετε καμμία διαφορά από την έννοια της οικογένειας; Με
αυτή την έννοια ό «θυμός» είναι ο σύνδεσμος του ενεργού πολίτη με την πόλη του.
Πρόκειται για μία υπαρξιακή σχέση που εξασφαλίζει την ύπαρξη και των δύο. Μαζί,
είτε θα υπάρχουν είτε δεν θα υπάρχουν. Η τύχη της Ελλάδας και των Ελλήνων στην
περίοδο της «υποδειγματικής» Μεταπολιτεύσεως αποτελεί διεθνώς το πλέον αρνητικό
παράδειγμα.
Με βάση τα παραπάνω πρέπει να κρίνουμε την πολιτική του Τραμπ όχι από τις προθέσεις του, όπου μπορεί να κυριαρχεί η ιδιοτέλεια αλλά από το αποτέλεσμα. Φυσικά το αποτέλεσμα τώρα εισέρχεται στην τροχιά της υλοποιήσεως αλλά η επιλογή της κατευθύνσεως είναι η σωστή. Ο Τραμπ έπεισε την πλειοψηφία των Αμερικανών, ότι βλέπει καθαρά την πραγματικότητα. Οι άλλοι είτε δεν την βλέπουν είτε την κρύβουν. Ο ηγέτης είναι ένα τριγωνικό πρόσωπο: επικοινωνία με τον λαό, επικοινωνία με την πραγματικότητα, αποφασιστικές προτάσεις. Απομένει η επιβεβαίωση. Πάντως είναι αλήθεια, ότι η νίκη του Τραμπ πρόσφερε την πρώτη της ωφέλεια: απέτρεψε έναν εμφύλιο πόλεμο και την διάλυση της αμερικανικής κοινωνίας στο άμεσο μέλλον, ανεξάρτητα με το τί θα συνέβαινε στο κράτος. Όμως το πρόβλημα επικρέμαται ως Δαμόκλειος σπάθη..
2. Δημοκρατία χωρίς λαό και θυμό δεν υπάρχει.
Η κοινή γνώμη είναι απρόσωπη, ο λαός είναι πρόσωπο, είναι Υποκείμενο: έχει ταυτότητα, θέλει να τον σέβονται, θέλει να έχει δύναμη, να αποφασίζει, να είναι αυτός ο εντολέας της πολιτικής. Αυτή είναι η δημοκρατία.
Στην Αμερική
συνέβη το πιο παράξενο πολιτικό γεγονός, ένα σχήμα χιαστί. Ξεχνάμε, ότι η
δημοκρατία διακρίνεται σε τύπο και σε ουσία. Η Χάρις είναι ασύγκριτα πιο
«δημοκρατική», με κριτήριο τον σεβασμό του θεσμικού καθεστώτος των ΗΠΑ και των
ανθρωπίνων δικαιωμάτων. Αντιθέτως ο Τραμπ δεν αισθάνεται καν την ανάγκη να χρησιμοποιήσει
το προσωπείο του δημοκράτη, δεν δίστασε να μιλήσει ακόμη και για «δικτατορία
της πρώτης ημέρας». Ο Τραμπ έδωσε υπόσταση στον Αμερικανικό λαό, έδωσε την
αίσθηση της συσπειρώσεως ακόμη και με τα καπελάκια με το σύνθημα MAGA (Make America great again). Το σύνθημα αυτό περιέχει και έναν
πολιτικό ρωμαντισμό. Ο ρωμαντισμός αυτός έχει ως πρότυπο τον ανερχόμενο Αμερικανικό
καπιταλισμό του 19ουαιώνα μέχρι τον Β΄ Παγκόσμιο πόλεμο, που ήταν
επώνυμος και είχε και ένα πατριωτικό πρόσημο. Ο εθνικός καπιταλισμός αφήνει
περιθώριο για συμμετοχή των τοπικών κοινωνιών στην οικονομία και στον
συνδικαλισμό. Ο διεθνής καπιταλισμός αχρηστεύει το δικαίωμα της απεργίας.
Πάντως η
επιτυχία του Τράμπ θα εξαρτηθεί, από το εάν θα μπορέσει να συσπειρώσει αυτούς που
αντιλαμβάνονται το «America first» όχι μόνο στην εσωτερική του διάσταση αλλά και σε διεθνή
διάσταση, όσον αφορά την παγκόσμια οικονομία.
Ο Ηλίας Φιλιππίδης είναι συγγραφέας, έχει διατελέσει πανεπιστημιακός
κοινωνιολογίας και νομικός.